Διονυσοκόλακες

Διονυσοκόλακες
Δῐονῡσο-κόλᾰκες, οἱ, nickname of the τεχνῖται Διονυσιακοί, Theopomp. Hist.267, Arist.Rh.1405a23, Charesap.Ath.12.538f, Alciphr.3.48: hence,
II flatterers of Dionysius the Tyrant, and the school of Plato, Epicur.Fr.238, Thphr. ap. Ath.8.249f, 10.435e.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διονυσοκόλακες — διονυσοκόλακες, οι (Α) 1. σκωπτική ονομασία τών διονυσιακών τεχνητών, τών ηθοποιών 2. οι κόλακες του τυράννου Διονυσίου …   Dictionary of Greek

  • αλεξανδροκόλακες — Έτσι ονομάστηκαν κοροϊδευτικά οι διάφοροι καλλιτέχνες (κιθαριστές, ραψωδοί, χορευτές, υποκριτές, θαυματοποιοί κ.ά.) που πήραν μέρος στους γάμους του Μεγάλου Αλεξάνδρου στα Σούσα. Οι καλλιτέχνες αυτοί ονομάζονταν έως τότε χλευαστικά διονυσοκόλακες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”